- ηθολόγος, ο
- η αυτός που ασχολείται με την ηθολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηθολόγος — ο (Α ἠθολόγος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ηθολόγος ο επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την ηθολογία αρχ. 1. αυτός που παριστάνει ήθη, χαρακτήρες με μιμικά σχήματα, αυτός που μιμείται κωμικά το ήθος κάποιου, μίμος, κωμικός υποκριτής… … Dictionary of Greek
ἠθολόγοις — ἠθόλογος painting character masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθολόγων — ἠθόλογος painting character masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθολογώ — (Α ἠθολογῶ, έω) [ηθολόγος] νεοελλ. ασχολούμαι, καταγίνομαι με την ηθολογία αρχ. περιγράφω, μιμούμαι τα ήθη και τον χαρακτήρα κάποιου, είμαι ηθολόγος («κωμῳδία τις ἐστιν ἠθολογουμένη» είναι μια ηθογραφική κωμωδία, Λογγίν.) … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
ηθολογία — Κλάδος της βιολογίας που έχει ως αντικείμενο μελέτης τη συμπεριφορά των ζώων. Η η. συγχέεται μερικές φορές με την οικολογία, η τελευταία όμως μελετά τις σχέσεις των οργανισμών με το περιβάλλον. * * * η (Α ἠθολογία) [ηθολόγος] νεοελλ. 1. το να… … Dictionary of Greek
ηθολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηθολογία ή στον ηθολόγο. επίρρ... ηθολογικώς και ηθολογικά με τρόπο ηθολογικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Νικηφόρο Θεοτόκη] … Dictionary of Greek